σαγματοποιός

σαγματοποιός
ο, ΝΑ
ο κατασκευαστής σαγμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάγμα, -ατος + -ποιός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σαγματοποιός — ο κατασκευαστής σαγμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • CARPENTUM — vehiculi fuit genus, a iunctis mulabus trahi solitum, quô Romae olim Matronae vehebantur: Id quale esset, indicant nummi veteres, signati nomine et imaginibus Iuliae et Agrippinae Augustarum: Ita enim alter inscriptus est, SPOR. MEMORIAE… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σαγματάς — ὁ, Α κατασκευαστής σαγμάτων, σαγματοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάγμα, ατος + κατάλ. ᾶς (πρβλ. μαχαιρ ᾶς)] …   Dictionary of Greek

  • σαγματοποιία — η, Ν η τέχνη ή η βιομηχανία κατασκευής σαγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαγματοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Όθωνα Φωστηρόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • σαγματοποιείο — το, Ν το εργαστήριο τού σαγματοποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαγματοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. σαγματοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1897 σε επιγραφή εργαστηρίου στην Αθήνα] …   Dictionary of Greek

  • σαμαράς — ο, Ν κατασκευαστής σαμαριών, σαγματοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαμάρι + κατάλ. άς (πρβλ. γαλατ άς)] …   Dictionary of Greek

  • χάμουρα — η, Ν η σαγή τών αλόγων, τών ημιόνων κ.α. υποζυγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. συνδέεται με το ρουμαν. ham «σαγή ίππου» (πρβλ. πληθ. hamuri, καθώς και τον τ. hamurar «σαγματοποιός, λωροποιός»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”